- βοστρυχοειδής
- βοστρῠχο-ειδής, ές,A curly, Adv.
-δῶς Gal.2.900
:—the Adj. may perh. be read in Hsch. for [full] βοστρυχιδῆ and [full] βοστρυχῆνδες. -ομαι, to be curled, Ach. Tat.1.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-δῶς Gal.2.900
:—the Adj. may perh. be read in Hsch. for [full] βοστρυχιδῆ and [full] βοστρυχῆνδες. -ομαι, to be curled, Ach. Tat.1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοστρυχοειδής — ές (AM βοστρυχοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα βοστρύχου, κατσαρός … Dictionary of Greek
βοστρυχοειδῆ — βοστρυχοειδής curly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βοστρυχοειδής curly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βοστρυχοειδής curly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχοειδῶς — βοστρυχοειδής curly adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
βοστρυχώδης — βοστρυχώδης, ες (AM) [βόστρυχος] ο βοστρυχοειδής … Dictionary of Greek